- στροβιλίζω
- στροβιλίζω, στροβίλισα βλ. πίν. 33——————Σημειώσεις:στροβιλίζω : ορισμένες φορές έχει και την έννοια του στροβιλίζομαι (π.χ. στο νου μου στροβιλίζουν μαύρες σκέψεις).
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
στροβιλίζω — ΝΑ [στρόβιλος] στρέφω κάτι ολόγυρα σαν σβούρα, τό περιστρέφω, τό στριφογυρίζω νεοελλ. μέσ. στροβιλίζομαι χορεύω κάνοντας συνεχείς στροφές, διαγράφοντας κύκλους … Dictionary of Greek
στροβιλίζω — στροβίλισα, στροβιλίστηκα 1. μτβ., περιστρέφω κάτι, στριφογυρίζω: Ο αέρας στροβιλίζει τα κίτρινα φύλλα των δέντρων. 2. αμτβ., χορεύοντας γυρίζω γύρω γύρω: Το ζευγάρι στροβίλιζε στην πίστα του χορού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
θύω — (I) (ΑΜ θύω) προσφέρω θυσία, θυσιάζω νεοελλ. μτφ. 1. καταστρέφω, αφανίζω, εξοντώνω 2. φρ. α) «θύω στον Βάκχο» μεθώ, πίνω υπερβολικά β) «θύω στην Αφροδίτη» παραδίδομαι σε σαρκικές απολαύσεις γ) «θύω και απολλύω» i. κάνω μεγάλες καταστροφές ii.… … Dictionary of Greek
περιδινώ — έω, ΝΜΑ 1. περιστρέφω γρήγορα κάτι, στροβιλίζω («τυφὼν ἐπιγενόμενος καὶ περιδινήσας τὴν ναῡν», Λουκιαν.) 2. πάπ. περιδινούμαι, έομαι υφίσταμαι περιδίνηση, στροβιλίζομαι (αρχ,) μέσ. περιδιαβάζω, στριφογυρνώ εδώ κι εκεί («εἶτα τὸ δειλινὸν… … Dictionary of Greek
στροβίλισμα — το, Ν [στροβιλίζω] το αποτέλεσμα τού στροβιλίζω, στριφογύρισμα … Dictionary of Greek
στροβιλισμός — ο, Ν 1. η ενέργεια τού στροβιλίζω, ταχεία και συνεχής περιστροφή, περιδίνηση 2. (ιδίως για χορό) αδιάκοπο στριφογύρισμα 3. φυσ. αναταραχή στη μάζα κινούμενου αέρα 4. γεωλ. κίνηση τών μορίων ενός υδάτινου ρεύματος, τα οποία δεν ακολουθούν… … Dictionary of Greek
αεροδίνητος — η, ο αυτός που στροβιλίζεται στον αέρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αέρας + δινητός < δινώ (= περιστρέφω, συστρέφω, στροβιλίζω)] … Dictionary of Greek
αεροδινής — ἀεροδινής, ές (Μ) ο αεροδίνητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀὴρ + δίνω (= περιστρέφω, στρέφω, στροβιλίζω)] … Dictionary of Greek
αιθεροδινής — αἰθεροδινής, ές (Α) ο στροβιλιζόμενος στον αιθέρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἰθήρ, έρος + δίνης < δινῶ, έω «περιστρέφω, συστρέφω, στροβιλίζω»] … Dictionary of Greek
αμφιδινεύω — ἀμφιδινεύω (Α) περιστρέφω ολόγυρα, στροβιλίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + δινεύω] … Dictionary of Greek